- εσμοτόκος
- ἑσμοτόκος, -ον (Α)αυτός που παράγει, που γεννά σμήνη μελισσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + -τόκος < τίκτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑσμοτόκον — ἑσμοτόκος producing swarms of bees masc/fem acc sg ἑσμοτόκος producing swarms of bees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)